Λαογραφία
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΔΥΜΝΟΚΩΛΟΣ
Το κάστρο της Άλβαινας και ο οικισμός του Παλαιοχώρι μετά την ανεξαρτησία από τους Τούρκους έμεινε έρημο. Όλοι γνώριζαν την περιοχή του αλλά απέφευγαν να το επισκευτούν επειδή θρύλοι, δαίμονες και φαντάσματα πίστευαν ότι έβγαιναν από τα χαλάσματα. Το κλέφτικο λημέρι της Παναγιάς έγινε καταφύγιο φονιάδων, ληστών, απαγωγέων, φυγοδίκων και κάθε είδους παρανόμων. Κάποτε στα μέσα του 19ου αι. κορίτσια από την Άλβαινα, του Μπάρτζελι και το Βρεστό, απεφάσισαν να προσκυνήσουν στην Αγία-Σωτήρα στη σπηλιά του κάστρου. Φτάνοντας εκεί στην είσοδο είδαν έναν άντρα ολόγυμνο να στέκεται χωρίς να μιλάει. Οι κοπέλες τρόμαξαν και άρχισαν να τρέχουν φωνάζωντας και κλαίγοντας για να γλιτώσουν από το γυμνό άντρα που νόμιζαν ότι τις κυνηγούσε. Κάπου στην Γαρζενίτσα συνάντησαν ανθρώπους που προσπάθησαν να τις καθυσυχάσουν και να τις παρηγορήσουν. Μάταια όμως. Δεν ήταν δυνατό να συνέλθουν και έλεγαν τρέμοντας...ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΔΥΜΝΟΚΩΛΟ. Προφανώς ήταν εκεί κάποιος παράνομος που δεν ήθελε την παρουσία τους. Την ιστορία αυτή μου την αφηγήθηκε, όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά μου η Παναγιώταινα, αλλά την άκουσα και στον οικισμό Συλήμνα πρίν από λίγα χρόνια.
ΤΟ ΒΡΟΜΟΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΒΟΥΝΟΥΚΑΣ
[Λαογραφικά του χωριού Μίνθη- Άλβαινα]
Το 1965 ο φιλόλογος καθηγητής μου στο Γυμνάσιο Ζαχάρως, με μία άστοχη φράση του θέλοντας να μας μειώσει όλους τους μαθητές από το χωριό μου, με οδήγησε στην έρευνα και την ανάδειξη ενός τοπικού διδακτικού μύθου.
Ο καθηγητής με προσβλητικό ύφος είπε στην Τάξη μας [Γ΄Γυμνασίου] ΄΄εσείς οι Αλβαιναίοι μοιάζεται με το βρομοπούλι απ΄το χωριό σας, που όπου και να πήγαινε έπερνε μαζί τον πισινό του και βρόμιζε τον τόπο΄΄. Φυσικά η αντιδρασή μας ήταν άμεση και με συνέπειες, αλλά αυτά δεν ενδιαφέρουν και δεν έχουν σχέση με το μύθο.
Μετά από αυτό ερευνώντας τις γνώσεις των παππούδων και γιαγιάδων του χωριού, απεκόμισα έναν διδακτικό μύθο, για ένα αγριοπούλι που κάποτε έζησε στην κορυφή πάνων από το χωριό, στο βουνό Μίνθη, την Βουνούκα η Βαυνούκα, υψομ.1222 μ.
Το πουλί αυτό το έλεγαν βρομοπούλι της Βουνούκας επειδή τα περιττώματά του, μύριζαν πολύ άσχημα. Όταν το ίδιο πλέον δεν άντεχε την άσχημη μυρωδιά, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στο απέναντι βουνό το Ψυχρό, πάνω από την Κυπαρισσία. ’Ελα όμως που τον πισινό του τον πήρε μαζί του και το ίδιο ακριβώς έγινε και εκεί με την μυρωδιά του. Τελικά το αγριοπούλι αυτό κάθε λίγο και λιγάκι άλλαζε από βουνό σε βουνό κατοικία δημιουργώντας παντού τα ίδια.
ΟΙ προγονοί μας ερμηνεύοντας με τον απλό δικό τους τρόπο το μύθο, όλοι τον απέδιδαν στους κακούς ανθρώπους, οι οποίοι την κακία τους και τα ελαττωματά τους τα έπαιρναν μαζί τους όπου και να πήγαιναν
ΠΗΓΗ=Η τοπική παράδοση του χωριού ΄Αλβαινα[Μίνθη Ηλείας]
Υ.Γ. Για τον καθηγητή; Άνθρωπο που πετύχαμε να μας μορφώσει……..
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΛΙΑ ΣΤΗ ΒΟΥΝΟΥΚΑ
Πρίν από 150 χρόνια περίπου, ζούσε στην Άλβαινα μια γεροντοκόρη που ήταν θρησκόληπτη,δειλή, ακοινώνητη, παράξενη και με περιορισμένη νοημοσύνη. Άκουγε και έβλεπε, ότι κάθε χρόνο του Αη-Λιά στο ρημοκλήσι στη κορφή στη Βουνούκα, εκτός από λειτουργία γινόταν και πανυγήρι με χορούς και τραγούδια. Είχε επιθυμία να πάει για να προσευχηθεί στον Άγιο και ν'ανάψει κεριά. Πώς όμως, αφού φοβότανε πολύ και δεν ήθελε να έρθει σε επαφή με κόσμο; Σκέφτηκε και έπεισε μια εννιάχρονη ανηψιά της να πάνε μαζί, αφού η τελευταία είχε πάει κι 'αλλες φορές και γνώριζε τη διαδρομή. Το κοριτσάκι είχε δισταγμούς αλλα δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι και έτσι το μεσημέρι της παραμονής του Αη -Λιά ξεκίνησαν για την κορφή της Βουνούκας. Κατά τη διαδρομή, μέχρι να φτάσουν, είδε και μέπαθε το κοριτσάκι: Φυλλαράκι να κουνιώταν ή πουλάκι να πετόυσε, η θεία της κρυβόταν πίσω απ'τα δέντρα και οπλιζόταν με πέτρες έτοιμη για επίθεση. Έφθασαν τελικά το καταμεσήμερο στο ερημοκλήσι που ήταν και τότε χάλασμα, όπως και σήμερα, περισσότερο σαν σταύλος κοπαδιών παρά ιερός χώρος. Όταν έφθασαν στην είσοδο πετάχτηκε ένας τράγος τρομαγμένος του οποίου τα αχαμνά (αρχ...δια), ήταν πρησμένα και σάτρα-πάτρα έτρεχε την κατηφόρα. Η παράξενη γυναίκα έτρεχε πίσω από το ζώο αλλά αφού δεν το έφθασε πήρε σέρνοντας από τα μαλλιά την ανηψιά της και επέστρεψαν στο χωριό. Το περιστατικό με τον τράγο το παρέστισε όπως η ίδια το φαντάστη, περιγράφοντας στους χωριανούς ότι είδε τον προφήτη σα δαίμοναμε μορφή τράγου και κέρατα και πρησμένο στ'αχαμνά επικαλούμενη μάλιστα την ανηψιά της λεγοντάς της (έτσι δεν ήταν μωρή, είναι ψέμματα, δαίμονας δεν ήταν); Το κορίτσι κατέβαζε το κεφάλι και κρυφογελούσ, επειδή ντρεπόταν να πει τί ήταν το φάντασμα. Πέρασαν 3 χρόνια και κάθε φορά τα ίδια παρέσταινε η γεροντοκόρη. Ωστόσο μεγάλωσε η ανηψιά και απεκάλυψε το μυστικό. Πράγματι από το χάλασμα πετάχτηκε ένα γκέσο τραγί του Π.Π. το οποίο είχε ευνουχήσει και είχε πρηστεί στ'αχαμνά. Το ξεκαρδιστικό ήταν 'οτι η θεία της προσπαθούσε να το φτάσει λέγοντας: στάσου Άγιε-Λιά μου ταβουλ...ίδη, εγώ ήρθα να σε προσκυνήσω και συ λακάς. Την ιστορία την άκουσα από τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Κλωνάρη ή Κατσαπλιά.
ΤΟ ΚΑΡΦΩΜΑ
Ένας μύθος από το ρημαγμένο χωριό το Χρυσούλι της Ηλείας. Σήμερα ελάχιστα ερείπια υπάρχουν[χαλάσματα]. Ο τόπος έχει μεταμορφωθεί σε χωράφια ακαλλιέργητα, με σορούς από πέτρες κτισμάτων και κεραμιδιών. Είναι αυτό που λέγεται [έγινε το χωριό χωράφι].
1.Η μεσαιωνική σημασία της λέξης ΚΑΡΦΩΜΑ[από το ρήμα καρφώνω] έχει την έννοια της στερέωσης με καρφιά .Στη νεοελληνική σημαίνει την ακινητοποίηση, καθήλωμα και ακόμα την κατάδοση, την προδοσία και το ισχυρό κτύπημα της μπάλας στο βόλεϊ. Τέλος σημαίνει την ενέργεια πάνω σε είδωλο ή ομοίωμα προσώπου, μπήγοντας καρφίτσες με σκοπό την καταστροφή ή την προστασία. Αυτή την ανάλυση της λέξης κάρφωμα, αναγράφει το Λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ στον 7ο Τόμο.
2.Στα όρια των Δημοτικών Διαμερισμάτων της Μίνθης [Άλβαινας] και Μυρωνίων [Μπάρτζελη] Ηλείας, στους πρόποδες του υψώματος που βρίσκονται ερείπια του Βυζαντινού κάστρου ΑΡΑΚΛΟΒΟΥ, δίπλα από το μεσαιωνικό Πηγάδι του ΛΕΥΚΟΥ ή το ΤΡΑΝΟ, υπάρχει συγκεκριμένο τοπικό σημείο που αποκαλείται ΚΑΡΦΩΜΑ. Εκεί όπως διαδίδεται από τα μεσοβυζαντινά χρόνια, έχει θαφτεί και καρφωθεί στη γη με μεγάλα σιδερένια καρφιά, ένα παράξενο και τερατόμορφο πλάσμα, με κεφάλι σκύλου και σώμα τράγου. Αυτό το πλάσμα ήταν βρυκόλακας και στη λαογραφία αποκαλείται ΧΑΜΟΔΡΑΚΙ. Κατά την εποχή του ζευγαρώματος των ζώων [κυρίως αιγών και προβάτων] όταν συνευρίσκοντο με αυτό ψoφούσαν.
Σχετικά με τον ποιμενικό αυτόν δαίμονα έχει γράψει ο Νίκος ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ στο βιβλίο του ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ, σελίδα 284.Εκτός των άλλων αναφέρει ότι την εποχή του Μεσαίωνα πίστευαν ότι τα ΧΑΜΟΔΡΑΚΙΑ, προέρχονταν από νόθα έκθετα βρέφη που πέθαιναν αβάπτιστα. Το πλάσμα αυτό λέγεται και ΣΜΕΡΔΑΚΙ, λέξη [Σλάβικης αρχής] διαδεδομένη στην Πελοπόννησο. Σχετική αναφορά κάνει στον Κ.ΠΑΛΑΜΑ και στον Ν.ΠΟΛΙΤΗ. Οποία σύμπτωση όμως για τα νόθα αβάπτιστα βρέφη που πέθαιναν; Οι άνθρωποι των προηγούμενων ηλικιών ανέφεραν και αναφέρουν ακόμα για ένα ερημοκκλήσι [Χάλασμα] που βρίσκεται στο Χρυσούλι, κάτω από τη Ράχη της Συλίμνας [Μούσγας], αγνώστου Αγίου που λέγεται ότι εκεί έθαβαν τα αβάπτιστα βρέφη που πέθαιναν. Διεδίδετο μάλιστα ότι ο δαίμονας που καρφώθηκε στο ΤΡΑΝΟ ΠΗΓΑΔΙ, από αυτό το Νεκροταφεία βγήκε. Τη λέξη ΚΑΡΦΩΜΑ, για βρυκόλακες την αναφέρει ο Θεόδωρος Δημοσθ.ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, στο βιβλίο του -ΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ-Απρίλιος 2009 στη σελίδα 490. Καταγράφει μάλιστα περιστατικό, που μία Ζακυνθινιά κοπέλα, κάρφωσε στα χέρια και στα πόδια τον νεκρό εραστή της, ξεθάβοντας το πτώμα του κρυφά τη νύχτα, επειδή τον έβλεπε τα βράδυα να στέκεται όρθιος δίπλα στο κρεβάτι της.
3.ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Πολλοί βοσκοί της περιοχής, μετά την ετήσια κουρά των ζώων τους, συνήθιζαν να κρεμούν ένα φυλαχτό για προστασία από τον ποιμενικό δαίμονα. Έπαιρναν χώμα από το ΚΑΡΦΩΜΑ στο ΤΡΑΝΟ ΠΗΓΑΔΙ, το έβαζαν μέσα σε ένα τροκάκι μαζί με λιβάνι, απήγανο και πυρίτιδα ,το σφράγιζαν κλείνοντας τα χείλη και το κρεμούσαν σε ένα ζώο τους. Εγώ ο ίδιος είχα διαπιστώσει στο κάρφωμα μία λακκούβα από όπου ελάμβαναν το χώμα. Αυτά όλα τα καταγράφω σαν μέρος τη λαϊκής παράδοσης και πιστεύω ότι αποτελούν ένα μύθο του τόπου μας, που ρίζωσε στη φαντασία των θρησκόληπτων πατριωτών μου.
4.ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΡΥΣΟΥΛΙ
Το όνομα του χωριού αυτού αποτελεί ένα στοιχείο της τοπικής ιστορίας, διότι σήμερα δεν υπάρχει πλέον. Οι απογραφές των Ενετών του 1689 και 1700, το αναφέρουν με 76 και 70 κατοίκους αντίστοιχα. Σε απογραφές του Νέου Ελληνικού Κράτους δεν αναφέρεται, διότι προφανώς δεν υπήρχε και συνάγεται ότι ερημώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα. Ανατρέχοντας στο Μεσαίωνα συναντάμε το χωριό Χρυσορέα ή Χρυσοβέα, στον καιρό της Φράγκικης κατάκτησης, όπως αναφέρει ο συντάκτης του Χρονικού του Μορέως, σχετικά με τη μάχη στα ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ. Σε Ενετικούς χάρτες στη θέση του Χρυσουλιού αναγράφεται οικισμός serina, που είναι η Μεσαιωνική Σάραινα ένα από τα πολλά ονόματα.
Δεν είναι η Σάραινα το σημερινό χωριό Καλίδονα όπως πιστεύουν μερικοί, όμως αυτή εποικίσθηκε από Σαραινιώτες με γνωστά επώνυμα[ΜΕΙΝΤΑΝΗΣ,ΠΟΥΡΝΟΣ,ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ,ΣΑΡΑΙΝΙΩΤΗΣ κλπ.]
Τα αίτια της ερήμωσης του χωριού αναφέρονται σε άλλη εργασία, όπου αναλύεται ο μύθος της Βουλωμένης Βρύσης στο Χρυσούλι και το στοιχειό[δράκος] που τη φύλαγε τα βράδυα…..
Η ΚΑΚΙΑ ΝΥΦΗ
Στις παραδόσεις μας δεν ακούγεται μόνο η κακιά πεθερά. Υπάρχουν ιστορίες και μύθοι με κακές νυφάδες. Ακούστε φίλοι αυτό το παραμυθάκι: Μια φορά και ένα καιρό, ζούσε σε φτωχικό σπιτάκι κάποιο ανδρόγυνο, μαζί με τις μητέρες των δύο συζύγων. Έλα όμως που η σύζυγος( νύφη )δεν συμπαθούσε την πεθερά της, παρ΄όλο που οι συμπεθέρες ήταν αγαπημένες και μοιράζονταν μάλιστα το ίδιο κρεβάτι. Η νύφη συνέχεια την κατηγορούσε, την κακολογούσε και παρέσταινε στον άνδρα της ότι της μιλάει άσχημα , τη βλέπει με μισό μάτι και ότι ήταν ανεπρόκοπη.
Ο σύζυγος άκουγε και περίμενε, διότι γνώριζε ότι όλες οι κατηγορίες ήταν ψεύτικες. Κάποια μέρα θέλοντας να δει που το πήγαινε η γυναίκα του, τη ρώτησε -Τι θέλεις να κάνουμε, μεγάλη γυναίκα είναι- Η σύζυγος χωρίς άλλη σκέψη του είπε -να τη σκοτώσουμε το βράδυ στον ύπνο της για να μη με ενοχλεί, αλλά και να μην τρώει το φαί τζάμπα.
Ο σύζυγος έδειξε πως συμφωνούσε, αλλά όταν οι δύο συμπεθέρες κοιμήθηκαν τους άλλαξε κρυφά τα κεφαλομάντηλα που είχαν διαφορετικό χρώμα και είπε στη γυναίκα να κάνει αυτό που επιθυμούσε. Αυτή με τσεκούρι έσπασε το κεφάλι της μια συμπεθέρας, υποτίθεται της πεθεράς και στη συνέχεια τραγουδούσε και χόρευε. Κάλεσε και τον συζυγό της να το γλεντήσουν μαζί με χορούς και τραγούδια, πράγμα που έγινε. Ποιό τραγούδι είπε ο σύζυγος ακούστετο- Η αυγούλα θα μας δείξει ποιά μανούλα θα μας λείψει, ποιά μανούλα θα μας λείψει, η αυγούλα θα μας δείξει.
Αυτός γνώριζε, η γυναίκα του όμως;[ασχολίαστο]
ΠΗΓΗ= Αφηγήσεις Αθανασίας Παν.ΚΛΩΝΑΡΗ,το γένος ΣΕΣΕ Νικολάου κατά τη 10ετία του 1950……..
ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΕΙΑ-ΣΠΑΛΟΜΑΝΤΕΙΑ
1.Στο βιβλίο του Αθανασίου ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΙ, Εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ, Ιούλιος 1994,σελ.39- 40 βρίσκουμε τις συνήθειες και κάποια πιστεύω των ηρωικών προγόνων μας τον καιρό της Κλεφτουριάς.Εκεί αναγράφεται κατά λέξη: «Παρ΄αυτοίς υπήρχε, αρχαίος αυστηρός νόμος ή κάλλιον ειπείν συνήθεια, προ του διαμελίσματος του οπτού προβάτου, τα πρωτοπαλλήκαρα ήσαν υπόχρεα του να κόπτωσιν τας ωμοπλάτας και να τας καθαρίζωσι μετά προσοχής και να παρατηρώσι το οστούν(της λεγομένης σπάλας),αφ΄ού δε το περιειργάζοντο μετά προσοχής, κατόπιν έλεγαν εις τον καπιτάνον και τα παλληκάρια, πώς η λεγομένη πλάτη των οπτών προβάτων προεμήνυεν καλόν οιωνόν ή κακόν.Το είδος τούτο το εκάλουν Σπαλομαντείαν ή Πλατομαντείαν. Το εκάλουν δε και Σπαλομάντευμα. Εκτός δε τούτων οι Πελοποννήσιοι κλέφται και αρματωλοί, επίστευαν εις τας βασκανίας, τας μαγείας και τα φαντάσματα και άλλας πολλάς δεισιδαιμονίας παρεδέχοντο ως δήθεν βασίμους. Προς δε τούτοις εν καιρώ νυκτός η εμφάνισις της ημισελήνου, ως δε και την ημέραν η πτήσις πολλών κοράκων, προυξένει αυτοίς (και μάλιστα κρωζάντων) οιωνόν κάκιστον και πίπτοντες πρηνηδών εσταυροκοπούντο. Ομοίως και η εμφάνισης λαγωού η αλώπεκος τους προυξένει τρόμον δεισιδαίμονα και πίπτοντες χαμαί έπτυαν τρείς φοράς και εσταυροκοπούντο».
2.Ο οιωνός [οιωνοί] και η οιωνοσκοπεία περιγράφονται επαρκώς στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας ΠΑΠΥΡΟΣ αλλά και σε άλλα, με πολλές παράγωγες λέξεις που ετυμολογούνται από το αρχαίο-οιωνός, που σημαίνει προφητικό σημάδι. Σαν αρχική σημασία της λέξεις αναφέρεται το αρπακτικό πουλί.
3. Η λέξη [σπαλομαντεία] δεν αναγράφεται ούτε αναλύεται στα λεξικά που έχω υπόψη μου. Στην ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΗ κλπ αναφέρεται μόνον παράλληλα με την σπλαχνομαντεία, χωρίς ανάλυση. Η λέξη φαίνεται να είναι παράγωγος του Λατινικού spalla που σημαίνει κόκαλο της ωμοπλάτης.[Λεξ.ΠΑΠΥΡΟΣ]
Στην τοπική παράδοση η λέξη και το τελετουργικό [η σπαλομαντεία] είναι διαδεδομένη και επί πλέον περιγράφεται η παρατήρηση του ήρωα και μετέπειτα ληστή Γεωργίου ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΣΙΟΥ, όταν λημέριαζε στην Παναγία στο κάστρο της Άλβαινας [Μίνθης] το 1835,στην πλάτη του ψημένου κριαριού, οπότε διέγνωσε τον κίνδυνο και διέλυσε την συμμορία των συντρόφων του, λίγο πριν το θανατό του.
Στα παιδικά μου χρόνια άκουσα για παρατηρήσεις στο κόκαλο του στήθους των πουλερικών και άκουσα για τη ΓΟΝΑΤΙΑ που έβλεπαν οι παλαιότεροι, που σήμαινε για αυτούς θάνατο.
Πολλά άλλα παρατηρούσαν και τα θεωρούσαν κακούς οιωνούς ,όπως το ουρλιαχτό των σκύλων, το κρώξιμο διαφόρων πουλιών και κυρίως την στριγγλή φωνή του κλαψοπουλιού.
Στα λεξικά κλαψοπούλι αναγράφουν την κουκουβάγια ή τον γκιόνη. Νομίζω όμως ότι πρόκειται για άλλο νυχτοπούλι την φωνή του οποίου έχω ακούσει και οι παλαιοί την θεωρούσαν σημάδι θανάτου. Στην Κρήτη το κλαψοπούλι αποκαλείται ΖΑΡΑ, έχω δε ακούσει και το παρακάτω τραγούδι:
Ζάρα το λένε το πουλί, που κλαίει πάντα βράδυ,
είναι κακό γιατί σκορπά, το νεκρικό σημάδι.
4.Για τη σπαλομαντεία, το κλαψοπούλι και τη γονατιά πολλοί θα έχουν ακούσει, αλλά δεν έχω εντοπίσει κάποιο κείμενο που να τα αναδεικνύει σαν λαογραφικά στοιχεία, τουλάχιστον στον τόπο μου….
ΑΔΕΡΦΟΠΟΙΗΣΗ-ΣΤΑΥΡΑΔΕΡΦΟΤΗΤΑ
Τον ορισμό της σταυραδερφότητας-[αδερφοποίησης] την καταγράφουν τα Λεξικά ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ,ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ,ΠΑΠΥΡΟΣ και πολλά άλλα. Ακόμα πολλά Saits δίνουν τον ορισμό και παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για την συνήθεια της αδερφοποίησης.
Είναι λοιπόν η αδερφοποίηση δια ιεροτελεστείας ή άλλου τυπικού η σύσταση αδερφικών δεσμών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων συνήθως ανδρών και σπάνια γυναικών, μη συγγενών. Εκτός από τις διαβεβαιώσεις με όρκο, περί αλληλοβοηθείας και αλληλο-υποστήριξης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων προ των κινδύνων, εγένετο δε τομή και σύνδεση των φλεβών και μίξη των αιμάτων.
Οι κατά αυτόν τον τρόπο γενόμενοι συγγενείς, στον Ελληνικό τόπο απεκαλούντο αδαρφοποιτοί ή σταυραδερφοί. Στην Αλβανία Βλάμηδες, στους Βουλγαρικούς, Σλάβικους και Βλάχικους πληθυσμούς Μπράτιμοι. Στην δε Τουρκία Ακαρντάσιδες η καρδάσιδες.
Στην Πελοπόννησο, εκτός από την ονομασία Σταυραδερφός, επεκράτησε το Μπραζέρης, μάλλον από το Αγγλικό brother=αδερφός. Τον προηγούμενο αιώνα στον τόπο μου[Ηλεία] ακούγοντο λέξεις Κολλεγιά, Κολλεγάτζα και Κολλέγας, που σήμαιναν κάτι περισσότερο από τη φιλία. Αυτές κυριάρχισαν μεταξύ των ζωοκλεφτών της περιοχής και σήμαιναν την από κοινού δράση αυτών, την αλληλοκάλυψη με άλλοθι και ψευδομαρτυρίες, την απόκρυψη και φυγάδευση των κλεμμένων ζώων και την υπόθαλψη των φυγοδίκων και φυγοποίνων. Παρόμοιες συνδέσεις αναφέρονται και με πρόσωπα που δρούσαν στην Αρκαδία, Αχαία και ορεινή Τριφυλία.
Η Κολλεγιά δεν είχε κάποια ιεροτελεστεία ή τυπική διαδικασία σύστασης, αλλά αρκούσε η διαβεβαίωση στο λόγο της τιμής. Η λέξη αυτή και οι παράγωγες, προήλθαν από το Λατινικό Collega=συνεργός, κοινωνός.
Η λέξη Μπράτιμος δεν είναι άγνωστη στον τόπο μας και μάλιστα υπάρχει τοπωνύμιο [ΜΠΡΑΤΙΜΟΥ ΛΙΜΝΑ] στο ποτάμι της Γκαρτζενίτσας. Όσοι γράφουν ότι η λέξη είναι Αλβανική, αγνοούν τα Λεξικά που την καταγράφουν σαν Παλαιοβουλγάρικη.
Η αδερφοποίηση, κυρίως μεταξύ ανδρών, αναφέρεται από την αρχαιότητα, στους Λυδούς, Θράκες και Σκίθες.
Στον Ελλαδικό χώρο δεν αναφέρεται καθαρά μια τέτοια συνήθεια, παρά μόνον κατά τις Διονυσιακές τελετές γίνονταν αδελφοποιήσεις με τη χρήση κρασιού και την ανάμιξη αιμάτων των κοινωνών. Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους και την εποχή των Ρωμαίων, διεδόθηκαν οι συνήθειες αυτές στον τότε γνωστό κόσμο και το φαινόμενο επικρατεί στην κεντρική και δυτική Ευρώπη και κυρίως στους ιππότες, στους ιερωμένους, σε πολλούς Αυτοκράτορες και τους λαούς γενικά.
Κατά τον καιρό της Τουρκοκρατίας και τον αγώνα της αναξαρτησίας, είναι συνηθισμένο το φαινόμενο μεταξύ των κλεφτών, προς αντιμετώπιση των κινδύνων της ζωής τους που συνέχεια εκινδύνευαν. Καταγράφεται ότι ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ και ο ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ, ήταν σταυραδέρφια, επίσης ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ και ο ΑΛΗ ΦΑΡΜΑΚΗΣ ο Λαλαίος είχαν την ίδια σχέση και μάλιστα στην περίπτωση των δύο τελευταίων η αμοιβαία πίστη ετηρήθηκε.
Αδερφοποιήσεις διαχρονικά υπήρχαν μεταξύ των ληστών στον Ελληνικό χώρο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και απεκαλούντο μπραζέρηδες. Το 1859 η συνήθεια αυτή εθεωρήθηκε αντίθετη προς τους θρησκευτικούς και βασιλικούς Νόμους, απαγορεύθηκε δε στους ιερωμένους να ευλογούν την τελετή σταυραδερφότητας.
Σήμερα οι συνήθειες αυτές μόνον ιστορικά και λαογραφικά ενδιαφέρουν, ιδίως απαντώνται στα δημοτικά μας τραγούδια όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Πολλά έχουν ιστορηθεί για τις σταυραδερφές, τα άνηβα κορίτσια που παρίσταντο στις αδερφοποιήσεις και μάλιστα μετείχαν και στην ένωση των φλεβών με τους αδερφοποιτούς. Η προσβολή σταυραδερφής απεκαθίστατο ή με γάμο μετά του δόσαντος την αφορμή ή με τον θανατό του από τους σταυραδερφούς της. Με την πραγμάτωση της αδερφοποίησης εθεωρούντο πρόσωπα ιερά, προστατευόμενα και προικιζόμενα με δαπάνες των ανδρών κοινωνών .Η σύναψη διαφορετικής σχέσης μετά της κόρης αυτής εθεωρείτο βαρύτατο αμάρτημα [κρίμα] και εσήμαινε τον θάνατο του φταίχτη. Στον τόπο μου ιστορούνται παρόμοια περιστατικά που κατέληξαν σε βεντέτες στην προεπαναστατική περίοδο[οικογένειες: ΜΗΝΑΚΟΥΛΗ,ΜΗΤΡΟΠΑΝΑΓΟΥ,ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΥ].
Καταγράφονται ενδεικτικά κάποιοι στίχοι δημοτικών τραγουδιών=
1.Μήν είδατε την Χρυσαυγή
Τη Χρύσα τη Χρυσούλα και τη σταυραδερφούλα.
Ρωτάτε τους τσοπάνηδες, ούλες τις βοσκοπούλες
Και τις σταυραδερφούλες.
2.Θαρθούν στη στάνη μπράτιμοι μωρ΄βλάχα
Μωρ΄βλάχα βλαχοπούλα και τσελιγκοπούλα.
3.Γιώργη μ΄ήρθαν οι φίλοι σου
Ήρθαν οι μπρατιμοί σου.
4.Πίσω μπραζέρη γύρισε και συ ρε Καραβίδα.
Που πίσω Γιώργη μου να πά, που πίσω να γυρίσω
Που θα σου πάρω την ψυχή το μαύρο σου κεφάλι.
5.Πίσω εσύ σταυραδερφέ, ρε Κώστα Καραβίδα
Ξέχασες πως στις φλέβες μας τρέχει το ίδιο αίμα.
6.Εγώ φεύγω αποσπερού για τα Σουλιμοχώρια,
Που έχω φίλους καρδιακούς, μπραζέρηδες-κουμπάρους.
7.Σαράντα Κλέφτες σμίξανε, σαράντα σταυραδέρφια,
Είχαν και τη σταυραδερφή, που κέρναγε και πίναν.
Σταυραδερφούλα κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια
Να πιούμε να γλεντήσουμε τούτη χρονιά που ζούμε
Τον άλλο χρόνο ποιος μας λέει, ότι θ΄ανταμωθούμε.
8.Ν΄αποδιωχθεί το κρίμα μου, η ζάλη μου να φύγει
Γιατ΄έτυχε κι΄αγάπησα την πρώτη μου ξαδέρφη,
Ξαδέρφη σταυραδέρφη μου πρώτη αγαπητικιά μου.
Κατά πόσο αυτά που καταγράφονται έχουν σχέση με τον μύθο, δεν το κρίνω εγώ. Απλά επισημαίνω ότι το φαινόμενο της αδερφοποίησης είναι διαχρονικό και ερμηνεύει αρχέγονες ανθρώπινες αδυναμίες και ανάγκες, πρό των κινδύνων. Κάποια εσωτερική ανάγκη ώθησε τους ανθρώπους να βρουν στήριγμα σε αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.
ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΙ ΚΑΙ ΝΕΡΑIΔΕΣ
Oι Ανεμοδοβολίστρες είναι τοποθεσία στις νότιες πρόποδες της Βουνούκας [Μίνθης], εκεί όπου περνούσε ο παλιός πεζόδρομος προς την περιφέρεια των Βουνών. Bρίσκεται μεταξύ της Ράχης και της Αράχωβας και είναι ένα αμμουδερό καταρράχι όπου παρατηρούνται συχνοί και ισχυροί ανεμοστρόβιλοι, με θορύβους, παρασύροντας χώμα, χαλίκια, φρύγανα, ξεριζώνοντας ακόμα και θάμνους. Η τοπική παράδοση συνδέει το σημείο αυτό με φαντάσματα τα οποία επικράτησε να λέγονται αερικά. Από τα παλιά χρόνια έρχονται αφηγήσεις για λευκοφορεμένες νεράϊδες που χορεύουν μέσα στους ανεμοστρόβιλους. Ακούστηκαν ιστορίες για ανθρώπους που τους συνεπήραν τα αερικά και πέθαναν ή έμειναν χωρίς λαλιά, καθώς και πολλά άλλα παράξενα περιστατικά. Όλα αυτά μέσα στους λαϊκούς μύθους, διότι ο ανεμοδοβολισμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο,[η ισχυρή συστροφή του ανέμου]. Για όσους έζησαν στην περιοχή αυτή, το φαινόμενο το είδαν πολλές φορές και ξεπερνούσαν γρήγορα τους φόβους τους για αερικά και νεράϊδες .Ένας παράξενος θόρυβος, το ποδοβολητό πάνω στο αμμουδερό έδαφος, κυρίως στην ησυχία της νύχτας, το οποίο ακουγότανε όταν περπατούσαν άνθρωποι ή ζώα στο σημείο αυτό διέγειρε την φαντασία για υποτιθέμενα αερικά. Τον τόπο αυτό τον απέφευγαν μόνο οι παράνομοι[ληστές,φυγόδικοι,ζωοκλέφτες] επειδή επροδίδοντο. Μάλιστα πολλοί από αυτούς τύλιγαν τα πόδια τα δικά τους και των ζώων με χονδρά μάλλινα υφάσματα για να εξουδετερώσουν τον θόρυβο κατά το περπάτημα. Πολλοί ζήσαμε στην περιοχή αυτή και κανένας μας δεν εκυριεύθηκε από φόβο, παρά τα όσα ακούγονταν. Αισθανόμαστε τυχεροί όταν ακούγαμε τον θόρυβο και βλέπαμε τον στροβιλισμό της σκόνης, των ξύλων, των φρυγάνων σε σχήμα ανάποδου μεγάλου χωνιού, το οποίο περπατούσε πότε αργά και πότε γρήγορα,με κατεύθυνση από Δυτικά προς Ανατολικά. Η Ανεμοδοβολίστρα, είναι λέξη παράγωγος του ουσιαστικού ανεμοβόλισμα που σημαίνει τον παραγόμενο θόρυβο από τον ανεμοστρόβιλο. Είναι το ανεμοβολητό, κάτι ανάλογο με το ποδοβολητό και άλλες παρόμοιες λέξεις της Νεοελληνικής [ρουκουλητό, ροχαλητό κ.λπ.]
Στο BLOG με τίτλο ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ, η ανεμοξουριά και ανεμοξούρι, αναφέρονται σαν λέξεις παράγωγες του ρήματος εξορίζω, που λέγεται για τα καράβια που πέφτουν έξω από τον άνεμο. Στη σελίδα αυτή περιγράφεται ότι[[ μέσα στην ανεμοξουριά βρίσκονται νεράϊδες, πότε μία, πότε τρείς και κάποτε πλειότερες και τρέχουν και χορεύουν, και συνεπαίρνουν ότι τους τύχει μπροστά, μα άνθρωπος είναι, μα ζώο, μα ξύλο, μα ότι κι΄αν είναι. Για αυτό όταν ιδεί κανείς την ανεμοξουριά να έρχεται καταπάνω του, πρέπει να τρέξει να αγκαλιάσει δένδρο, κι αν δεν εύρει δένδρο τότε να δράξει ένα ριζιμιό λιθάρι, και να βασταχτεί καλά, κι΄ αν δεν υπάρχει κι΄αυτό να πέσει ταπίστομα χάμου. Και αν τύχει να βαστά απάνω του μαυρομάνικο μαχαίρι να το μπήξει στη γη, ή αν έχει απήγανο να τον βγάνει και να φωνάζει [Σ΄Εξορκίζω με τον απήγανο]…………]].Αυτά και άλλα πολλά γράφουν για την Ανεμοξουριά, όπως την εννοούν από τις τοπικές παραδόσεις στην Αρκαδία.
Στην Αλωνίσταινα Μαντινείας το φαινόμενο του ανεμοστρόβιλου το αποκαλούν Ανεμοξούρι. Καταγράφεται ένα συμβάν στην θέση Χιονότρουπα, όπου ακούγοντας τη βοή κάποιοι που είχαν πάει για να θερίσουν ρόβη, τρομοκρατήθηκαν. Είδαν τον ανεμοστρόβιλο να συνεπαίρνει ξύλα, πέτρες, λατούφια(σοροί από θραύσματα πελεκημένων λίθων-από το Λας=πέτρα και Τούφα=σορός από χαλίκια) και ότι συνάνταγε μπροστά του. Τα έβλεπαν ψηλά σαν αλετροπόδες και άλλοι έβλεπαν νεράϊδες ή σχήματα που έμοιαζαν με πουλιά σαν[πέρδικες και αετούς]. Ο φόβος μαρτυρείται στην καταγραφή αυτή, ως και την προτροπή του ψυχογιού[υπηρέτη] να πέσουν χάμου με την κοιλιά.
Παράξενες ιστορίες, θρύλοι, τοπικές δοξασίες και παραδόσεις που κοσμούν τη σοφία του λαού μας. Η αναφορά σε νεράϊδες, αερικά, στοιχειά, δαίμονες ή όπως τα φαντάστηκαν οι προγονοί μας είτε από αφέλεια, είτε από θρησκοληψία, είτε από υπερβολική φαντασία, αποτελούν στοιχεία της Λαϊκής μας Παράδοσης. Δεν απέχουν πολύ όσα τοπικά ακούγονται από αυτά που κληρονομήσαμε μέσα από τους αρχαίους μύθους για Δρυάδες, Πλειάδες, Νύμφες και τερατόμορφα όντα.
MEΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Mέσα στην περίοδο της θρησκευτικής Σαρακοστής, γυρίζοντας μισό αιώνα πίσω, ας θυμηθούμε κάποια από τα τοπικά έθιμα μας και ότι κληρονομήσαμε από την παράδοση ή ζήσαμε στην νεανική μας ηλικία.
Η γιορτή της Αποκριάς αποτελούσε ένα μείγμα Διονυσιακών τελετών εμπλουτισμένων με στοιχεία της λαϊκής μας κουλτούρας και της παράδοσης[παραστάσεις, χοροί, τραγούδια και μασκαρέματα].Τραγούδια όπως το γαϊτανάκι, το πιπέρι και τα σατιρικά από τα οποία δεν έλειπαν οι βωμολοχίες, ήταν στην πρώτη θέση των δρώμενων κατά την Κυριακή πριν αρχίσει η νηστεία. Ο κάθε τόπος τις ημέρες αυτές ξεδίπλωνε τα δικά του έθιμα, τις προλήψεις, τις συνήθειες, τα δρώμενα ( παραστάσεις) και τις δεισιδαιμονικές πεποιθήσεις των κατοίκων.
Το δείπνο το βράδυ της Κυριακής με την φροντίδα της νοικοκυράς, τα καμώματα των νέων, τα ξόρκια και οι προλήψεις, συνέθεταν το σκηνικό της γιορτής σε κάθε σπίτι της υπαίθρου. Στα χρόνια εκείνα[10ετία του 1960], κυριαρχούσαν η φαντασία στο μασκάρεμα, ο κώδικας εμπιστοσύνης και συμπεριφοράς των νέων[αγοριών-κοριτσιών], οι έννοιες του κρυφού μακαρονιού και της αρμυροκουλούρας. Μια ξεχωριστή γλυκιά ανάμνηση αποτελούν τα δρώμενα στο Καρναβάλι της Ζαχάρως με τους μασκαράδες, τους φουστανελοφόρους και τους χορευτές γύρω από την κομπανία δημοτικής μουσικής. Εδώ πρωταγωνιστούσε ο ΧΡΙΣΤΟΒΑΓΓΕΛΗΣ και η γυναίκα του η Αμαλία, οι γονείς του Δημάρχου Πανταζή ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ. Χρόνια περασμένα, σκηνές νοσταλγίας και πρόσωπα που έμειναν στη μνήμη μας. Αναμνήσεις από τα παλιά, που κάποιοι μερακλήδες μόνο θυμούνται. Ότι δεν γραφτεί θα χαθεί, ότι λησμονηθεί αποσπάται από την λαϊκή μας παράδοση και θα στερήσει τις νέες γενιές με στοιχεία που πιστοποιούν την εθνική μας καταγωγή.
Το τραπέζι την Κυριακή το βράδυ το έστρωναν στην Τάβλα[σοφρά] που την κάλυπταν με την μπόλια[τραπεζομάντηλο], κοντά στο τζάκι ή την παραστιά, με τα κούτσουρα να τρίζουν και τις φλόγες να αναπηδούν. Όλη η οικογένεια καθόταν ολόγυρα πάνω σε σκαμνιά ή μαξιλάρια ή κουσιά[δέρματα γεμάτα με άχυρα].Το παστό και τα λουκάνικα από την γουρνοσφαγή, ήταν αρκετά και χορταστικά. Τα χωριάτικα μακαρόνια δεν έλειπαν από κανένα τραπέζι. Τα έφτιαχνε η νοικοκυρά την ίδια ημέρα με ζυμάρι που το έστριβε σιγά-σιγά στο πλαστήρι με την παλάμη της και τ΄ άπλωνε μέσα στη σκάφη. Το βράδυ τα μαγείρευε, τα στέγνωνε με την κεψέ(τρυπητή κουτάλα) και τα έβαζε στα πιάτα με μπόλικη ξερή μυζήθρα. Στο τέλος την περίχυνε με καυτό λάδι που την καψάλιζε. Τα αβγά ένα για τον καθένα τα έψηνε στη θράκα και τα ονομάτιζε με την σειρά ηλικίας.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
1.Το Κρυφό Μακαρόνι. Νέες και νέοι της εποχής εκείνης ζώντας έντονα μέσα στα παραμύθια και τις δοξασίες, φρόντιζαν να πάρουν κρυφά ένα μακαρόνι από το πιάτο τους και να το τοποθετήσουν κάτω από το μαξιλάρι τους. Έλεγαν ότι το πρόσωπο του αντίθετου φύλου που θα ονειρευόταν ,θα ήταν σύντροφος στην ζωή. Όλες και όλοι δήλωναν ότι δεν πίστευαν στα οράματα και τα παραμύθια, αλλά τα λαδωμένα μαξιλάρια μαρτυρούσαν το αντίθετο. Φαίνεται λοιπόν ότι η γενιά μας, δεν είχε απαλλαγή από παρόμοιες δοξασίες . Εξάλλου Αποκριά ήταν και αυτά συνηθίζονταν, όπως με το κουφέτο του γάμου[κάτω από το μαξιλάρι και αυτό] και το λαϊκό προφητικό έθιμο του Κλήδονα.
2.Η Αρμυροκουλούρα. Ήταν μία συνήθεια της εποχής εκείνης, με την ελπίδα των νέων να δουν στον ύπνο τους τον μελλοντικό σύντροφο, να τους δίνει νερό για να γιατρέψει την δίψα τους. Στο έθιμο αυτό είχαν συμμετοχή νέες και νέοι μετά την ηλικία των 15 χρονών, διότι ήταν αναγκαία η μεθοδικότητα, η εχεμύθεια και η συνωμοτική δράση. Το βέβαιο είναι ότι τότε όλα αυτά τηρούνταν και επί πλέον εφαρμόζονταν οπωσδήποτε κάποιος κώδικας τιμής και εμπιστοσύνης. Την κουλούρα την ζύμωνε αγνή κόρη με γυρισμένη την πλάτη βοηθούμενη από τις νέες της ομάδας. Το αλεύρι συνήθως το έκλεβαν τα αγόρια από τρία σπίτια και το βέβαιο είναι ότι το παίρναμε από το δικό μας το σπίτι κρυφά. Το νερό για το ζύμωμα το πηγαίναμε τα αγόρια, που το πιάναμε την νύχτα από βρύση ή πηγάδι για να μην μας δει κανείς και να μη μιλήσουμε σε κανένα [ήταν το αμίλητο νερό].Το πόσο αλάτι έβαζαν στο ζύμωμα τα κορίτσια δεν το μάθαμε ποτέ, αλλά η ψημένη αρμυροκουλούρα ήταν σκέτο δηλητήριο. Ο νέες και οι νέοι της παρέας πηγαίναμε σε ένα δωμάτιο, τρώγαμε ένα κομμάτι και μέχρι το πρωί δεν βγαίναμε από εκεί, για κανένα λόγο. Όποιος/α έβγαινε δεν μετείχε πλέον στο έθιμο, οι υπόλοιποι όμως μαύρο ύπνο κάναμε και αν μας έλειπαν οι πλάκες και τα ανέκδοτα, θα ήταν δύσκολα να ξημερώσει. Το πρωί αφού καταναλώναμε κανάτια με νερό, λέγαμε για βασιλόπουλα, βασιλοπούλες και νεράϊδες που τάχα είδαμε να μας προσφέρουν νερό. Παραμύθια του κάθε ενός και της κάθε μιας ήταν και μάλιστα πολύ παρατραβηγμένα. Τελικά οι γλυκές αναμνήσεις μας έμειναν και η ικανοποίηση ότι η φιλία μεταξύ ατόμων του αντίθετου φύλου μπορεί, αν καλλιεργηθεί κατάλληλα, να ευδοκιμήσει.
ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ
1.Για το Ονοματισμένο Ψητό Αβγό του κάθε μέλους της οικογένειας θεωρούσαν ότι αυτό που έσκαγε στη θράκα, έσκαγαν οι εχθροί εκείνου στον οποίο ανήκε. Το αβγό που ίδρωνε έλεγαν ότι ήταν του τεμπέλη.
Η νοικοκυρά, το κάθε αβγό που έβαζε στην θράκα, συνήθιζε προηγουμένως να το φτύνει. Την σημασία αυτής της συνήθειας δεν την κατανόησα ποτέ, ούτε να την ερμηνεύσω μπόρεσα. Όσες φορές ρώτησα την γιαγιά μου και την μητέρα μου, πήρα τη ν απάντηση[[δεν σου λέω γιατί δεν είσαι κορίτσι]]. Ακόμη ερευνώντας τις λαογραφικές καταγραφές δεν βρήκα κάτι σχετικό για την σημασία του φτυσίματος. Από την τοπική παράδοση άκουσα ότι ο Μοναχός Χριστόφορος ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ή ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ, όταν επισκέφθηκε το χωριό καταγωγής μου γύρω στα 1847,στο σπίτι που φιλοξενήθηκε το βράδυ της αποκριάς, βλέποντας την οικοδέσποινα να φτύνει τα αυγά την παρατήρησε έντονα, γιατί αυτά ήταν διαβολικά πράγματα και έφυγε, χωρίς να αποδεχθεί την φιλοξενία..
2.Τα Ξόρκια των κακών. Μετά το δείπνο η νοικοκυρά έκοβε ένα μικρό κομματάκι μυζήθρα και καθαρίζοντας την θράκα το έβαζε στη μέση και το σιγόψηνε. Έλεγε στους μικρότερους να την ρωτούν συνέχεια [τι ψήνεις;] και αυτή σιγοψυθίριζε ακατανόητα λόγια. Η διαδικασία της ερωτήσεως διαρκούσε γύρω στο δεκάλεπτο, χωρίς να δίνει απάντηση στο ερώτημα. Στο τέλος έριχνε την ψημένη μυζήθρα στην μπόλια με όλα τα αποφάγια και τα απομεινάρια του δείπνου, την δίπλωνε και την έδινε στα παιδιά συνήθως να την τινάξουν στην αυλή. Στο χωριό συνήθιζαν να την τινάζουν στην αυλή των γειτόνων ή των εχθρών.
3.Το Χούγιασμα. Όταν τινάζονταν καλά η μπόλια, ακολουθούσαν σφυρίγματα, φωνές, θόρυβος από κτύπημα τενεκέδων και χουγιάσματα με εξώθηση των σκυλιών σε γαβγίσματα.Η όλη διαδικασία με τα ξόρκια και τα χουγιάσματα στην παιδική μας ηλικία δεν ήταν κατανοητή και οι μεγαλύτεροι μας δεν ήταν πρόθυμοι να μας την εξηγήσουν. Περνώντας τα χρόνια και αφού αυτές οι συνήθειες είχαν ξεχασθεί, με απλά λόγια μου τα εξήγησε η μητέρα μου. Κατά το ψήσιμο της μυζήθρας έλεγαν ψιθυριστά κατάρες για τα επιβλαβή άγρια ζώα, για το απόδιωγμα των επιδημιών και πολλοί άλλοι για να ατυχήσουν οι εχθροί τους. Όλα αυτά οι γονείς τα πήραν από τους παλαιότερους και τα τηρούσαν κατά την Αποκριά, γνωρίζοντας ότι οι συνήθειες αυτές δεν ήταν χριστιανικές, ούτε κατά βάθος πίστευαν στα ξόρκια και παρόμοιες δοξασίες. ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΗΡΗΘΟΥΝ.
ΤΟ ΨΕΜΑ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
Από την τοπική παράδοση έρχεται η ιστοριούλα αυτή, όπως την άκουσα από τον αείμνηστο πατέρα μου, που και αυτός από κάπoιον παλαιότερο την είχε ακούσει. Έτσι ήταν στα χωριά μας τότε, χωρίς ραδιόφωνα, χωρίς εφημερίδες, χωρίς άλλους τρόπους επικοινωνίας, παρά με τον προφορικό λόγο. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν κάποια στοιχεία από την τοπική παράδοση[ ιστοριούλες],οι οποίες τις πιο πολλές φορές με παραβολές μοιάζουν, παρά με διηγήματα.
Κάποτε ζούσε ένας ωραίος πλούσιος νέος, που ήταν και περιζήτητος γαμπρός. Έτσι παντρεύτηκε την ομορφότερη νύφη, φτωχή μεν αλλά από καλή και τίμια οικογένεια. Η νέα γυναίκα θαμπώθηκε από τα πλούτη του άνδρα της και σιγά-σιγά συνήθισε στην καλοπέραση και στα πολλά έξοδα . Ο άνδρας της δεν τα υπολόγιζε και μάλιστα όταν του γέννησε και δύο γιούς, της έδωσε το ελεύθερο στην ανατροφής τους, αλλά και στην διαχείριση του σπιτιού. Ο ίδιος δούλευε συνέχεια, ήταν κουβαλητής και καταγινόταν με τα κοπάδια και τα χωράφια του.
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, τα παιδιά μεγάλωναν με όλες τις ανέσεις, αλλά δεν είχαν καμία διάθεση να δουλέψουν ή να σπουδάσουν. Με την ανοχή του πατέρα και την παρότρυνση της μητέρας, το μόνο που τα ενδιέφερε ήταν οι διασκεδάσεις και τα λεφτά, χωρίς καμία αναστολή. Ρούχα πανάκριβα, συμπόσια με φίλους και γλέντια ήταν τα ενδιαφέροντα τους, σε σημείο που το βιός του πατέρα άρχισε να λιγοστεύει.
Τα κακά δεν άργησαν να έρθουν, όταν η οικογένεια άρχισε να δυστυχεί, αφού βαριά αρρώστια χτύπησε τον πατέρα. Ποιός να τρέξει για τα κοπάδια, ποιός να καλλιεργήσει την γη και ποιός να προσφέρει οικονομική βοήθεια; Επιβεβαιώθηκε η σοφή παροιμία ότι «αδειανό βαγένι φίλους δεν πιάνει» και έτσι χωρίς ιατρική βοήθεια, δεν άργησε να φθάσει το τέλος του άμοιρου γονιού. Τα παιδιά, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει την σοβαρότητα, πουλούσαν ότι είχε απομείνει, όχι για την γιατρειά του πατέρα, αλλά για την διασκέδαση τους.
Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε απομείνει, ήταν ένα εγκαταλελειμμένο αμπέλι, για το οποίο δεν έδειχνε κανένας ενδιαφέρον να το αγοράσει, έτσι όπως ήταν για κάποια χρόνια, χωρίς όργωμα, χωρίς κλάδεμα και χωρίς περίφραξη. Ο σοφός πατέρας, διότι έτσι αποδείχθηκε, λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τα βλαστάρια του κρυφά από την σύζυγο και τους εμπιστεύθηκε το μυστικό ότι:[μεταξύ δύο σειρών (αράδων) του αμπελιού είχε θάψει πολλά λεφτά, ένα μεγάλο θησαυρό και θα έπρεπε να σκάψουν και να τον βρουν, χωρίς να ξεριζώσουν το αμπέλι, γιατί διαφορετικά είχε ταχθεί να γίνει ο θησαυρός αυτός κάρβουνο].
Πέθανε ο πατέρας και έμεινε η φτώχεια και η θλίψη στο σπιτικό. Τα δύο αδέρφια, κρυφά από την μάνα, προμηθεύτηκαν εργαλεία και νύχτα- μέρα έσκαβαν το αμπέλι που ήταν αρκετά μεγάλο σε έκταση. Πρώτα κλάδευαν τις απλωμένες κληματόβεργες, τις απομάκρυναν για να μην εμποδίζονται και μετά έσκαβαν. Ο θησαυρός όμως πουθενά δεν εντοπίσθηκε και σταμάτησαν να σκάβουν αφού έφθασε ο χειμώνας. Με τις πρώτες μέρες της άνοιξης, άρχισαν πάλι να σκάβουν με περισσότερη επιμέλεια και προσοχή, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Απογοητεύθηκαν, οργίσθηκαν κατά του πεθαμένου πατέρα και άρχισαν να σκέπτονται που μπορεί να είχε κρύψει τον θησαυρό, αφού όλοι διαβεβαίωναν ότι ο πατέρας δεν είχε ποτέ αποδειχθεί ψεύτης.
Ήρθε ο Μήνας Σεπτέμβρης και από τους άλλους χωριανούς πληροφορήθηκαν ότι το αμπέλι ήταν γεμάτο σταφύλια και έπρεπε να τρυγηθεί .Δεν είχαν άλλη επιλογή και αναγκασμένοι από την ανέχεια, πήραν εργάτες και τρυγούσαν για μέρες τον ευλογημένο καρπό. Τα βαγένια στο κελάρι γέμισαν με κρασί, έφτιαξαν τσίπουρο, πετμέζι και ακόμα περίσσευε μούστος και σταφύλια που πούλησαν και πήραν αρκετά χρήματα. Αφού ανάσαναν από την δουλειά τότε σκέφτηκαν και κατενόησαν ότι ο πατέρας τους δεν τους είπε ψέμα, αλλά τους έδειξε τον δρόμο, πώς να μην δυστυχήσουν στη ζωή τους.
Εδώ σαν επίλογος ταιριάζει το Δημοτικό Τραγούδι:¨ ΑΜΠΕΛΙ ΜΟΥ ΠΑΤΥΦΥΛΛΟ¨που το βρίσκουμε σε πολλές Παραλλαγές, κυρίως της Πελοποννήσου[Καλαματιανό], Θεσσαλίας [χορωδίας] και Κρήτης [Ριζίτικο].
-Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, σταφύλια για δεν κάνεις,
με χρέωσες παλιάμπελο και εγώ θα σε πουλήσω.
-Μην με πουλάς αφέντη μου και εγώ σε ξεχρεώνω,
για βάλε νιούς και σκάψε ΄με, γέρους και κλάδεψε ΄με,
βάλε κορίτσια ανύπαντρα και κορφολόγησε ‘με.
ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ- ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Προέλευση -Ετυμολογία
Τα αλώνια [πληθ.] και το αλώνι [ενικ.] είναι νεοελληνική λέξη, παράγωγος του αρχ. και μεσαιων.[αλώνιον]. Προήλθε από τον Επικό τύπο [αλωή] και μεταγενέστερο άλως, [Αττικός τύπος]. Την λέξη αλώνι την συναντάμε με την σημασία του τμήματος γης ισοπεδωμένου, τμήματος καλλιεργήσιμου χωραφιού, περιβολιού ή αμπελιού. Με τις ίδιες σημασίες στην Κύπρο συναντάμε τη λέξη [αλώα], όπου και το τοπωνύμιο αλωμένη. Τελικά σήμερα επικράτησε να λέμε το μέρος που χρησιμοποιούσαν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν για το αλώνισμα των σιτηρών ή για να ξεραίνεται η σταφίδα. Παράλληλα αναφέρεται το φωτοστέφανο της κεφαλής των αγίων, το στεφάνι περιμετρικά του φεγγαριού και τέλος η εποχή του αλωνίσματος.[Λεξ.ΠΑΠΥΡΟΣ, στις λέξεις αλωή, αλώνι και άλως]. Η λέξη αλωή από τα Λεξικά χαρακτηρίζεται άγνωστης ετυμολογίας, αλλά ανατρέχοντας σε Ομηρικούς και Επικούς τύπους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα [Πελασγικό]
Εγκατάσταση και χρήση.
Τα σταφιδάλωνα υπάρχουν και μέχρι σήμερα, χρησιμοποιούνται για να ξεραίνεται το σταφύλι . Από αυτά λείπει το κυκλικό σχήμα και είναι χωμάτινα ή από τσιμέντο. Το αλώνι με την σημασία του τμήματος γης όπου γινόταν ο εκκοκισμός των σιτήρων, ακούγεται από την αρχαία εποχή. Κατά τον Μεσαίωνα, αρχίζουν να εφαρμόζονται θεσμοί ρυθμιστικοί των αλωνιών[ιδιοκτησιακοί, σειρά αλωνίσματος από συνιδιοκτήτες και άλλοι για την συντήρηση και απομάκρυνση των απαλωνισμάτων]. Ειδικότερα δικαίωμα στο αλώνι είχαν μόνο οι απόγονοι του κατασκευαστή, ανεξάρτητα αν αυτό βρισκόταν σε αγρό ιδιοκτησίας κάποιου συγκεκριμένου απογόνου. Γίνεται κατανοητό πλέον ότι από την αρχαιότητα αρχίζουν οι μόνιμες κατασκευές με την μορφή που έφθασαν στην εποχή μας, τα αποκαλούμενα πέτρινα αλώνια ή πετράλωνα και όχι σπάνια τα χωματάλωνα. Σχετικά με τα χωματάλωνα όπως και αυτά της σταφίδας στον τόπο καταγωγής μου συνήθιζαν να χρίζουν την επιφάνεια τους με διάλυμα κοπριάς των βοδιών, που καθιστούσε το χώμα συμπαγές επικαλυμμένο με κρούστα σκληρή. Τα χωματάλωνα σήμερα είναι δύσκολο να εντοπισθούν και μόνον κυκλικοί μανδρότοιχοι μαρτυρούν που και που την ύπαρξη τους, καθώς και τα τοπωνύμια αλωνοτόπια σε μέρη που αυτά ακούγονται. Η κατοχύρωση της προτεραιότητας στο αλώνισμα γινόταν με την ανάρτηση στο στοιχερό δέματος καρπού που επρόκειτο να αλωνισθεί[χερόβολο ή δεμάτι]. Μαρτυρίες για το νομικό καθεστώς που ρύθμιζε τα αλώνια, φθάνουν από την εποχή του Μεσαίωνα και ειδικότερα για τον Μοριά από την Φραγκοκρατία και έπειτα. Κατά την τουρκοκρατία και με σκοπό την είσπραξη της ΔΕΚΑΤΗΣ[ επαχθούς φορολόγησης] οι δυνάστες επιβάλλουν την συγκέντρωση των σιτηρών σε συγκεκριμένους τόπους, όπου έστηναν τις θημωνιές για το αλώνισμα και δεν επιτρέπουν τον εκτός των συγκεκριμένων τόπων την εκτέλεση της εργασίας αυτής. Οι θέσεις εγκατάστασης των αλωνιών γινότανε με μεγάλη προσοχή, ώστε να διευκολύνεται το λίχνισμα για τον χωρισμό του καρπού από τα άχυρα. Επέλεγαν κατάλληλα καταρράχια και διάσελα [αυχαίνες] σε πλαγιές ή λοφοσειρές για να υπάρχει ρεύμα ανέμων, εκεί βλέπουμε να υπάρχουν σήμερα έρημα και χορταριασμένα ή δασωμένα τα πετράλωνα.
Τοπική παράδοση και Ιστορία.
Από την τοπική παράδοση αναφέρεται ότι το αλώνισμα κατά την Τουρκοκρατία γινόταν πολλές φορές σε απόμερους αγρούς την νύχτα και η απόκρυψη των καρπών σε σπηλιές μέσα σε δερμάτινους σάκους. Ελάχιστα στοιχεία έφθασαν σε εμάς για μία φονική μάχη στην τοποθεσία Κακαλέτρι της Μίνθης κάπου στο οροπέδιο Φραγκόκαμπος, όπου υπάρχει και μία βαθιά τρύπα, στην οποία έκρυβαν οι υπόδουλοι τους καρπούς. Οι πληροφορίες για την μάχη και τους πρωταγωνιστές είναι ελάχιστες, παρά μόνον αναφέρεται η συμμετοχή Αλβαιναίων και Ζουρτσάνων [Φιγαλειωτών] κάπου κατά τις αρχές του 17ου αιώνα.
Μετά το περιστατικό στο Κακαλέτρι, οι αγρότες υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν τον θερισμένο καρπό μέσα στο χωριό Άλβαινα [Μίνθη] και η συγκέντρωση γινόταν στην τοποθεσία Σπολιάνα, αλλά και στο πλάτωμα του Αγίου Νικολάου που την εποχή της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε η Εκκλησία
Τοπωνύμια και Οικισμοί
Στον Ελλαδικό χώρο γενικά υπάρχουν Οικισμοί:
τα Άλωνα, δύο[2]
Πετράλωνα, Πλακάλωνα, Αλωνάκι, Αλωνάκια, Αλωνική, Άλωνας, Αλώνες, Άλωνες, τρείς[3]
Αλώνι, ένδεκα[11]
Αλώνια και η ιστορική Αλωνίσταινα της Αρκαδίας.
Τοπωνύμια : αλώνι, αλώνια και αλωνάκια είναι πάρα πολλά, όπως και τα σύνθετα: ψηλά Αλώνια, Πάνω Αλώνια, Παλιάλωνα, Πετράλωνα, Χωματάλωνα και άλλα.[ΠΗΓΗ το Γεωγραφικό Λεξικο,.ΣΤΑΜΑΤΕΛΑΤΟΥ].
Στην πρ. Επαρχία Ολυμπίας και κυρίως στην Μίνθη και περιμετρικά του χωριού, τα αλώνια, πετράλωνα ή χωματάλωνα, είναι πάρα πολλά και σαν τοπωνύμια μαρτυρούν κάποια ιστορία κυρίως για τους κατασκευαστές τους. Υπάρχουν σήμερα και ακούγονται τοποθεσίες όπως: του Μπαρούνη [Βαρόνου] το αλώνι, του Κουκλά το αλώνι, του Στεφανή το αλώνι, της Μυγδαλιάς το αλώνι, της Μυγδάνης τα αλώνια τα Κωσταίικα αλώνια, τα Παλιάλωνα, τα Χρυσουλάλωνα [Καλίδονας],του Μάγερη το αλώνι και πολλές άλλες.
Τραγούδια και Ποίηση.
Το αλώνι, τα αλώνια, το αλώνι το πλατύ, τα πέντε αλώνια, το πέτρινο αλωνάκι, κοσμούν την δημώδη ποίηση και τα δημοτικά μας τραγούδια. Ξεχωρίζω: α] τα μαρμαρένια αλώνια στον Διγενή Ακρίτα[[τον νίκησε ο χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια], β] του Δήμου[βγήκε στα πέντε αλώνια και αγνάντια στο χωριό, γ] Ένα λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένια αλώνια, δ] Γύρω στου χωριού τα αλώνια πέρδικες λαλούν και αηδόνια ε] Μες΄τον Πύργο μες΄τ΄αλώνι και πολλά άλλα. Μια σύντομη αναφορά στα πέντε αλώνια, που τα συναντάμε στο τραγούδι [[Μαράθηκαν τα δένδρα]]και τον άτυχο τον Δήμο, γίνεται στο Βιβλίο¨ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΙΝΑΣ¨, αλλά τελικά ούτε η θέση ΠΕΝΤΕ ΑΛΩΝΙΑ, ούτε ο ήρωας του τραγουδιού ο Δήμος έγινε κατορθωτό να ταυτιστούν. Τοπωνύμια [πέντε αλώνια] υπάρχουν στην Ηλεία, στην Αρκαδία και στην Λακωνία, αλλά φαίνεται ότι ο Δήμος έχει περάσει πλέον στην σφαίρα του Μύθου. Μένουν βέβαια ακόμη οι ντοπιολαλιές[σαν τα άλογα στο αλώνι, για κάτι το δύσκολο] και [χ………..κε η φοράδα στο αλώνι για κάτι το ασήμαντο]. Ανατρέχοντας στα μαθητικά μου χρόνια και στην 10ετία του 1950, θυμήθηκα το τετράστιχο από το ποίημα του Γεωργίου ΔΡΟΣΙΝΗ με τον Τίτλο: Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ, όπου χαράχθηκαν στις παιδικές μας ψυχές τα λόγια:
Στ΄αγαπημένο μου χωριό
Πάντα χαρές και γέλια
Στ΄αλώνια τραγουδιών φωνές
Ξεφάντωμα στ΄αμπέλια.
Έτσι ήταν τότε η Ελληνική ύπαιθρος. Θέρισμα, κουβάλημα, αλώνισμα, λίχνισμα και κούραση μεγάλη στο κατακαλόκαιρο, με τον ήλιο κατακέφαλα και την αναμονή να φυσήξει αέρας. Τα ζώα λαχάνιαζαν γύρω από το στοιχερό, ο αγωγιάτης να ανεμίζει το καμτσίκι φωνάζοντας και οι δικριανιστές να γυρίζουν τα χερόβολα. Οι χαρές και τα γέλια ακολουθούσαν στο σόρωμα του καρπού, το μέτρημα και το σάκιασμα. Τραγούδια και χοροί συνόδευαν το ξεφύλλισμα του αραποσιτιού στα αλώνια, ιδίως τα βράδια. Αυτά τα λίγα γιατί το θέμα απαιτεί αναδρομή στα παλιά και πολλές σελίδες για να εξαντληθεί.
Εργαλεία.
Σοιχερός, κουλούρα, τριχιά με γροθιά στην άκρη, λαιμαριές αλόγων με θηλιές, σχοινί γαϊτάνι από την κουλούρα στην φούρκα του στοιχερού, δικριάνια, ξυλόφτυαρα, λωγανιές [λαγανιές ], πινάκιο[ μέτρο 40 οκάδων], ρόπαλο απλό και διπλό, δριμόνια[καλμπούρια στο τοπικό λεξιλόγιο] και δριμώνες. Εκεί που αλώνιζαν με βόϊδα, υπήρχε ο ζυγός και το δουγένι. Αυτά μόνο σε Λαογραφικά Μουσεία τα βλέπουμε και δεν λέω να ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν, αλλά να μην ξεχασθεί η ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΜΑ
Μούτζω κατά του Μπάρτζελι
Μία και μοναδική αναφορά κάνω στο χωριό Μ υ ρ ώ ν ι α [ΜΠΑΡΤΖΕΛΙ] γειτονικό και όμορο με την Μίνθη[ΑΛΒΑΙΝΑ].Τα δύο αυτά χωριά της πρώην επαρχίας Ολυμπίας συνδέονται από τον εποικισμό τους και οι κάτοικοι τους, δημιουργούσαν δεσμούς συγγενείας, φιλίας και κουμπαριάς. Πολλοί συγγενείς μου, φίλοι και πρόσωπα που επικοινωνώ τακτικά διαδικτυακά, από αυτό το χωριό, τους τιμώ και με τιμούν εις το έπακρον..
Ο λόγος γίνεται για την φράση (Μούτζω κατά του Μπάρτζελι), αυτό το μνημείο του λόγου και της τοπικής παράδοσης, που την ακούω τακτικά σε πολλούς νομούς της Πελοποννήσου και μου έρχεται σαν κεραμίδα, η λανθασμένη γνώμη που έχουν οι περισσότεροι. Τρομερή άγνοια και ερμηνεία κατά το πώς την άκουσε ή συμφέρει τον καθένα να σχολιάζει, πολλές φορές με πνεύμα ειρωνείας, την παραπάνω έκφραση, που έχει πλέον περάσει στην ιστορία.
Ένα περιστατικό που έγινε στο χωριό κατά την 10ετία του 1830,αποτελεί το θεμέλιο μιας απλής ιστορίας, αλλά και το θέμα της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Τους δύσκολους εκείνους καιρούς, δύο έφιπποι φοροχωροφύλακες, επισκέφθηκαν το σπίτι κάποιου φοροδιαφεύγοντα για να εκτελέσουν το ένταλμα εναντίον του και να τον οδηγήσουν στην έδρα του Δημοσίου Ταμείου, στην Ανδρίτσαινα. Αυτός ενημερωμένος, έγκαιρα κατέφυγε στις πλαγιές της Ρουνίτσας, όπου κρύφθηκε. Οι φοροχωροφύλακες κατέλυσαν στο σπίτι του, ζήτησαν στέγη και τροφή από την γυναίκα του[κόκορα στην πουγάνα κατά την παράδοση], αλλά δεν έφταναν αυτά επέδειξαν ερωτικές διαθέσεις κατά της νεαρής νοικοκυράς. Αυτή η γνήσια Μπαρτζελιώτισσα και το υπόδειγμα της συζύγου για την εποχή εκείνη, παραπλάνησε τους επίδοξους εραστές και αφού τους μέθυσε, άρχισε να τους κτυπάει με το αντισκάρι[αντιλόστι] του αργαλειού και αναίσθητους τους γκρέμισε από την τράπα, στο κατώγι. Όταν συνήλθαν ανέβηκαν στα άλογα τους και βιαστικά έφυγαν, φοβούμενοι περισσότερα κακά. Κοντά στο χωριό Τζελέχοβα[Αμυγδαλιές]κάποιος τους συνάντησε και από περιέργεια τους ρώτησε[[Καλά τί πάθατε ρε παιδιά;]],η απάντηση χωρίς να ανακόψουν πορεία, δόθηκε αυθόρμητα και επιγραμματικά[[Άσε, μούτζω κατά του Μπάρτζελι]].
Έτσι γνωρίζω εγώ την ιστορία και μάλιστα από σημερινούς απογόνους της οικογένειας. Κάπως έτσι το καταγράφει και ο Λαογράφος Δημ.ΜΟΥΓΓΟΣ, στα λαογραφικά των Κοντοβουνίων-Μνημεία του λόγου,σελ.233.
Φίλοι, Μπαρτζελαίοι ζητώ συγνώμη για την αναφορά μου αυτή. Άν δεν το έγραφα θα έσκαγα……
Η ΒΡΥΣΗ Η ΒΟΥΝΙΣΙΑ
[[Στη βρύση τη βουνίσια
σιμά στην Φλαμουριά
στον ίσκιο της καθόμουν,
να ονειρευτώ συχνά
και χάραζα στην φλούδα
ονόματα ιερά]].-ΦΡΑΝΤΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ[1797-1828] Αυστριακός Μουσουργός.
Έτσι θυμάμαι την παλιά βρύση στο ρέμα ΜΑΓΚΑΝΑΣΤΑΣΗ της Μίνθης, πετρόκτιστη με πέτρινο σουληνάρι και γάργαρο κρύο νερό. Στην ίδια κατάσταση την βρήκα πρόσφατα και μου ξύπνησε μνήμες και ιστορίες. Δίπλα της περνούσαν στράτες προς του Σκλήβα [Μηλιά], το Τσορβαντζί [Αρήνη], την Ζαχάρω και τα χωριά Γολέμη και Μπισκίνι.
Σταθμός για πεζοπόρους να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν, συρροή βοσκών της περιοχής να ποτίσουν τα ζωντανά τους και να πάρουν νερό σε βαρέλες και στάμνες. Εδώ έρωτες, εδώ πάθη, στιγμές χαρούμενες αλλά και τραγικές. Αν μιλούσαν οι αιωνόβιες αριές και τα αγκωνάρια θα μαθαίναμε πολλά. Το πότε κτίστηκε η βρύση είναι άγνωστο. Για πολλά χρόνια ήταν καταπλακωμένη με φερτά υλικά και πρόσφατα αποκαταστάθηκε, ευτυχώς χωρίς ζημιές. Αξίζει έπαινος σε αυτούς που ενδιαφέρθηκαν για την αποκατάσταση.
THΣ ΓΟΥΝΑΣ Η ΜΑΝIΚΑ ΤΙΜΙEΤΑΙ
Μία πραγματική ιστοριούλα, μνημείο της Νεοελληνικής παράδοσης και του λόγου των απλοϊκών και θυμόσοφων προγόνων μας. Η φράση του τίτλου δεν έχει καμμία σχέση με αυτή που ακούμε συχνά, την απαξιωτική για ορισμένα άτομα=[έγινε της γούνας μου μανίκι].
Ένας παλαιός χωριανός και προγονός μου, πέντε γενιές πριν από εμένα, ήταν Προύχοντας του χωριού και Προεστός κατά την Τουρκοκρατία. Με την αξιοσύνη του και την εξυπνάδα του έγινε πολύ πλούσιος, με μεγάλο κοπάδι βόϊδα, πολλά γιδοπρόβατα, πολλά κουβέλια μελισσών και ακίνητη περιουσία από την Παπαδού των Κρεστένων, το Στενό της Πλατιάνας, το Κοτρώνι (συνοικισμός της Μίνθης), την περιοχή των Βουνών μέχρι και την Κλωνοβή της Ζούρτσας. Είναι το πρόσωπο εκείνο που το 1816,ανακοίνωσε στον Αγά του Χωριού ότι, ο τόπος εξαγοράσθηκε από την Σουλτάνα[βαλιδέ] και καιρός του ήταν να φύγει[αυτό το περιστατικό έχει ιστορηθεί επαρκώς και εδώ είναι περιττή επί πλέον επέκταση. Κάποτε πρέπει να αναφερθεί η προσφορά του προσώπου αυτού στον απελευθερωτικό αγώνα .
Στις αρχές της 10ετίας του 1830,μετά τον πολύχρονο αγώνα για την λευτεριά άρχισαν να λαμβάνουν χώρα πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις [αρραβώνες, γάμοι, βαπτίσεις, πανηγύρια], κατά τις οποίες οι παλιοί αγωνιστές βρίσκαν την ευκαιρία να συναντήσουν συναγωνιστές και γνωστούς. Ένα παρόμοιο γεγονός έφερε τον Προύχοντα Αλβαιναίο στην Ανδρίτσαινα στους γάμους ενός γόνου των ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΑΙΩΝ, ενός αδελφού του Δήμου, φίλου της Άλβαινας και καπετάνιου στον αγώνα κατά των Αιγυπτίων, που επιχειρούσαν να κυριεύσουν την περιοχή, τον Νοέμβρη του 1825. Σαν πρώτος νοικοκύρης που ήταν ο καλεσμένος, έσφαξε ένα βόδι, το φόρτωσε σε κοφίνια, πήρε ένα ασκί αγελαδινό βούτυρο και έναν μεγάλο τράγο ζωντανό, για το κανίσκι του γάμου, φόρτωσε ένα άλογο και σε άλλο ανέβηκε ο ίδιος. Η διαδρομή έχει διάρκεια 6 ώρες και ο ηλικιωμένος πλέον Αλβαιναίος κατάκοπος έφθασε στο αρχοντικό των ΚΑΝΕΛΛΑΙΩΝ. Ξεφόρτωσε, εξασφάλισε τα άλογα και γρήγορα κατακλίθηκε σε κάποιο δωμάτιο, ενώ το γαμήλιο γλέντι όλο και δυνάμωνε. Σαν πουλάκι κοιμήθηκε χωρίς να νοιαστεί για την φορεσιά του, την γιούρτα[είδος πανωφοριού] από βοδινό δέρμα, αν και άκουσε πολλούς να λένε, ότι ήταν ο υπηρέτης του Αλβαιναίου προύχοντα και όχι ο ίδιος. Εκτός από τον εκπρόσωπο της οικογένειας δεν του έδωσε κανένας σημασία και ο απλός, καλοκάγαθος αυτός άνθρωπος με κάποια πίκρα το κράτησε μέσα του.
Σαν ξημέρωσε ημέρα Κυριακή, φόρεσε τα φανταχτερά του ρούχα[40διπλη φουστανέλα, χρυσοκέντητο γιλέκο, ακριβά τσαρούχια με φούντες, φέρμελες, σελάχι τετράθηκο με ασημοπίστολα και καφτάνι με γούνα. Εισερχόμενος στην αίθουσα της τελετής[την σάλα],όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και καθένας χωριστά τον χαιρέτησε, λέγοντας εγκάρδια λόγια. Ο οικοδεσπότης Δήμος Κανελλόπουλος τον κάθισε δίπλα του σε θέση τιμητική. Ήρθαν τα πλούσια φαγητά, το κρασί, εκλεκτά ορεκτικά και όλοι μετά την ευλογία και προσευχή άρχισαν να τρώνε. Ο Προύχοντας όμως Δημήτρης[αυτό ήταν το όνομα του] με σταυρωμένα τα χέρια χαϊδεύοντας κάπου-κάπου την γενειάδα του και χαμογελώντας, περίμενε την πρόκληση, που δεν άργησε να έλθει, όταν πολλοί μαζί τον προέτρεπαν να φάει. Εδώ εκδηλώνεται η θυμοσοφία και η πρόθεση του να διδάξει με τον δικό του τρόπο. Περνάει το χέρι του πάνω από το πιάτο και μονολογεί την φράση[[Φάει ΜΑΝΙΚΙ…..]πολλές φορές. Τον παρακαλούν όλοι να δώσει εξήγηση στην κίνησή του[[μπορείς κυρ Δημήτρη να μας εξηγήσεις την φράση σου;]]Αυτός με το δεξί του χέρι γροθιά κτυπάει το στήθος του και βροντοφωνάζει[[Βρέ..Ο Δημήτρης είμαι σήμερα, αλλά ο Δημήτρης ήμουν και ψές, αλλά απ΄ότι κατάλαβα Η ΓΟΥΝΑ ΤΗΣ ΜΑΝΙΚΑΣ ΤΙΜΙΕΤΑΙ]].
[Λέτε να κάνουν τον παππά τα ράσα και η ακριβή φορεσιά τον άρχοντα; Όχι βέβαια, αλλά σήμερα το φαινόμενο της υπεροψίας, λόγω πλούτου είναι ο κανόνας…]
ΛΕΧΩΝΙΣΚΙΟ
Υπάρχει τοπωνύμιο στα Δυτικά της Μίνθης κάτω από το πρόβουνο της Βουνούκας το Ρούσκιο, που αποκαλείται Λεχωνίσκιο. Γειτονεύει με τις περιοχές, Κάπελη, Κόνταινα, Δεκαλύτρια, Κουμπούγιαννη και πολλές άλλες. Πρόκειται για μία Χούνη με ξερικά χωράφια στις πλαγιές της, δασωμένα βοσκοτόπια με πλούσια βλάστηση και ρεματιά με πηγή στο βάθος της. Στα παλιά χρόνια εκεί εφιλοξενούντο πολλά κοπάδια γιδοπρόβατα και γελάδια, κυρίως για στάλο και λήψη νερού σε ποτίστρες. Εσωρεύετο πολλή κοπριά, που ελίπαινε κήπους και περιβόλια, αλλά παράλληλα σχημάτιζε επιφανειακή λάσπη από χώματα και κοπριές, την αποκαλούμενη τοπικά [γουλισιά].
Το τοπωνύμιο δεν φαίνεται να έχει σχέση με την λεχώ[λεχώνα], την λοχεία[περίοδο μετά την γέννα], τις κλίνες [ανάκλιντρα], ούτε με το ρήμα λέχωμαι [ξαπλώνω, κοιμάμαι]. Για κάποιους η λέξη θεωρείται δυσερμήνευτη, αφού τα Λεξικά δεν την αναφέρουν. Η τοπική παράδοση και κάποια σπάνια βιβλία μας φανερώνουν τον δρόμο για την ερμηνεία και την χρήση της λέξης[[το Λεχωνίσκιο ή ο Λεχωνίσκιος]]. Στα παλιά χρόνια οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν τον ρηματικό τύπο [Λεχώνω] , το αρχαιοελληνικό [Λεχωννύω και στον μέλλοντα Λεχωνίσκω]. Η παράδοση αναφέρει ότι δίπλα στην πηγή είχαν τοποθετηθεί πέτρινες πλύστρες και είχαν στηθεί κακάβια[λεβέτια] με 40 αρβάλια το κάθε ένα για να λευκαίνουν οι γυναίκες τα υφαντά ασπρόρουχα. Ο Ιερέας και Σχολάρχης Παναγιώτης ΠΑΠΑΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, στο βιβλίο του ΠΕΡΙΣΥΝΑΓΩΓΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ,ΙΔΙΑ ΔΕ ΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, Έκδοση 1887,του Τυπογραφείου [Ο ΚΑΔΜΟΣ],καταγράφει την λέξη ,[ο λέχος], που σημαίνει την διαλυμένη σε νερό κοπριά. Συμπληρώνει μάλιστα[[η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν ή εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσι δε΄εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά [ξελεχώνουσι] και τα λευκαίνουσιν]]. Μετά από την προηγούμενη αναφορά, προκύπτει το ρήμα της νεοελληνικής λεχώνω και ο αντίστοιχος τύπος ξελεχώνω[η ευρύτερη σημασία τοπικά σημαίνει το ξεβρωμίζω από το ρύπος].